- δεκανικός
- -ή, -ό (AM δεκανικός, -ή, -όν) [δεκανός]νεοελλ.χημ. φρ. «δεκανικόν οξύ» — είδος κεκορεσμένου λιπαρού οξέοςαρχ.-μσν.αστρολ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούςμσν.το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόνεκκλησιαστικό δεσμωτήριοαρχ.το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόνφόρος για τη συντήρηση τών δεκανών στην Αίγυπτο.
Dictionary of Greek. 2013.