δεκανικός

δεκανικός
-ή, -ό (AM δεκανικός, -ή, -όν) [δεκανός]
νεοελλ.
χημ. φρ. «δεκανικόν οξύ» — είδος κεκορεσμένου λιπαρού οξέος
αρχ.-μσν.
αστρολ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούς
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν
εκκλησιαστικό δεσμωτήριο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν
φόρος για τη συντήρηση τών δεκανών στην Αίγυπτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεκανικῶν — δεκανικός of fem gen pl δεκανικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκανικοῖς — δεκανικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκανικῆς — δεκανικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκανός — δεκανός, ο (AM) μσν. 1. κατώτερος υπάλληλος τής βυζαντινής αυλής με δεκανίκι ως σύμβολο τού λειτουργήματός του 2. εκκλησιαστικό διακόνημα αρχ. 1. υπαξιωματικός επικεφαλής δέκα στρατιωτών 2. αξιωματούχος τής αστυνομίας στην Αίγυπτο 3. δεκανοί, οι… …   Dictionary of Greek

  • δεκανικῶι — δεκανικῷ , δεκανικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”